- φαντάσσω
- Ν(διαλ. τ.) βλ. φαντάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φάνταξη — η, Ν [φαντάζω / φαντάσσω] 1. επιδεικτική εξωτερική εμφάνιση 2. φαντασίωση … Dictionary of Greek
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek